Η οπτική θεωρία του Ευκλείδη, στην οποία διατυπώνεται για πρώτη φορά η θεωρία της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός και οι νόμοι της που σε γενικές γραμμές ισχύουν και σήμερα, βασίζεται στην περιπατητική αντίληψη ότι ο οφθαλμός δεν δέχεται, αλλά εκπέμπει ακτίνες φωτός προς το αντικείμενο, το οποίο καθίσταται, έτσι, ορατό. Στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης διαφωνούσε με τον Πλάτωνα, σύμφωνα με τον οποίο φως εκπέμπεται τόσο από το μάτι, όσο και από το αντικείμενο, το οποίο έτσι καθίσταται ορατό.Η πλατωνική διαδικασία της όρασης περιλάμβανε το στοιχείο της εμφάσεως, της αποτύπωσης δηλαδή του ειδώλου στον ανθρώπινο οφθαλμό.
Η έμφασις απαντά ήδη στον Δημόκριτο, ως αντανάκλαση μέσω της οποίας ο οφθαλμός δέχεται το οπτικό ερέθισμα. Και ο Δημόκριτος πίστευε ότι ο ανθρώπινος οφθαλμός αποτελείται από νερό, αλλά λειτουργεί ως κάτοπτρο των ειδώλων που σχηματίζονται στην επιφάνειά του.
Κατά την ατομική θεωρία, όπου τα πάντα είναι ή συναποτελούν σώμα, οι αισθήσεις περιορίζονται, τελικά, σε μια επαφή εξ αποστάσεως: "Ο Δημόκριτος κι οι περισσότεροι φυσιολόγοι, που πραγματεύονται τα περί αισθήσεως, κάνουν κάτι εξαιρετικά άτοπο γιατί θεωρούν όλα τα αισθητά απτά. Ωστόσο όμως, αν είχε έτσι το πράγμα", υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, αρνούμενος να υιοθετήσει αυτή τη θεωρία, "είναι φανερό πως και κάθε άλλο είδος αίσθησης είναι ένα είδος αφής". Η αναγωγή αυτή των αισθήσεων στην αφή στηριζόταν στη θεωρία των ειδώλων (ως είδωλα θα πρέπει να νοήσουμε εδώ ρευστές εικόνες που πηγάζουν από τα αντικείμενα, των οποίων διατηρούν το σχήμα και, μόνες αυτές, έρχονται σε επαφή με τα αισθητήρια όργανα μας). Έτσι λοιπόν ο Δημόκριτος λέει πως "η όραση συνίσταται στην πρόσληψη της εικόνας των ορατών αντικειμένων. Η εικόνα είναι το ανακλώμενο μέσα στην κόρη σχήμα". Έτσι λοιπόν πιστεύει, όπως ο Λεύκιππος πριν κι ο Επίκουρος μετά απ’ αυτόν, ότι "ορισμένα είδωλα, που αποσπώνται διαρκώς από τα ορατά αντικείμενα, διατηρώντας, ωστόσο, το σχήμα τους, διεισδύουν μέσα στους οφθαλμούς παράγοντας έτσι την όραση. Τα σώματα άρα εκπέμπουν αναθυμιάσεις (απόρροια) και το αποτέλεσμα που προκαλούν στις αισθήσεις μας παρομοιάζεται με αποτύπωμα πάνω σε κερί (εντύπωσις)".Ως εκ τούτου, ο Αριστοτέλης υπήρξε επικριτικός απέναντί του (Περί αισθήσεως και αισθητών 2). Η θεωρία της αντανάκλασης απαντά και στον Πλάτωνα: στον Αλκιβιάδη, ο Σωκράτης επισημαίνει ότι το πρόσωπο του συνομιλητή μας εμφαίνεται στον οφθαλμό μας (όψις) "σαν μέσα σε καθρέφτη". Ετυμολογεί μάλιστα, κάπως εκβιαστικά είναι αλήθεια, την κόρην του οφθαλμού, από το είδωλον που δημιουργείται από αυτή την αντανάκλαση. Oι περιπατητικοί φυσικά διαφωνούσαν, και, όπως πολύ σωστά επισήμανε ο Θεόφραστος (Περί αισθήσεων 35), αν ο Δημόκριτος και ο Πλάτων είχαν δίκιο, τότε κάθε κάτοπτρο θα ήταν προικισμένο με την αίσθηση της όρασης.
Oι ιδεολογικές προσεγγίσεις των ελλήνων φιλοσόφων στο βλέμμα, ενθάρρυναν τη μεταφυσική αντιμετώπιση της όρασης στην καθημερινή ζωή και την τέχνη. Τόσο στον Πλάτωνα, όσο και στον Αριστοτέλη, είναι διάχυτη η αντίληψη ότι η αντανάκλαση του βλέμματος συνιστά αυτόνομη οπτική λειτουργία. Η αρχαία επιστήμη προσέγγισε την όραση ως μια τελεολογική μηχανιστική λειτουργία, εξωγενή και φυσικώς αντιστρέψιμη.
Είτε ως αντανάκλαση είτε ως εκπομπή το βλέμμα είναι εξωστρεφές και ορατό. Η οπτική επαφή με τον περιβάλλοντα κόσμο καθίσταται έτσι πράξη αυτογνωσίας : η ελληνική αντίληψη του εγώ είναι θέμα βλέμματος.
Ο δρόμος προς την αυτογνωσία περνά μέσα από τη ματιά στον συνάνθρωπο. Όποιος παρατηρεί τον εαυτό του, σταματά να εξελίσσεται. Η κάμπια, άλλωστε, που ήθελε να μάθει καλά τον εαυτό της, δεν έγινε ποτέ πεταλούδα...
Πηγή : Όραση, Oπτική και Oφθαλμολογία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο,
Δημήτρης Πλάντζος, Κλασικός Αρχαιολόγος
Read more...